- συμπερθω
- συμπέρθωσυμ-πέρθωвместе разрушать
ξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. — вместе с разрушением Илиона
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. — вместе с разрушением Илиона
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπέρθω — Α εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»] … Dictionary of Greek
συμπέρσειεν — συμπέρθω destroy with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπραθε — συμπέρθω destroy with aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)